Allergies: What You Need to Know
Ο όρος "αλλεργία" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Clemens von Pirquet το 1906 για να περιγράψει την ασυνήθιστη τάση ορισμένων ατόμων να εκδηλώνουν διαφορετικές αντιδράσεις ή «αντιδράσεις υπερευαισθησίας», όταν εκτίθενται σε ορισμένες ουσίες.
Τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο μέρος προβλημάτων υγείας, σχετίζεται με αλλεργικές διαταραχές και αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της χρόνιας αλλεργικής φλεγμονής, μετά από επαναλαμβανόμενη έκθεση στα διάφορα αλλεργιογόνα.
Η χρήση του όρου αλλεργία, ουσιαστικά περιγράφει μία αντίδραση, ένα «άλλο έργο». Η αλλεργία περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο που το σώμα ανταποκρίνεται σε αβλαβείς ουσίες. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει και ουσίες που το σώμα μπορεί να μην έχει αντιδράσει, όταν έχει εκτεθεί σ ’αυτές για πρώτη φόρα, ενώ αντίστοιχα άλλοι άνθρωποι μπορούν να τις ανεχθούν χωρίς προβλήματα. Αυτές οι ουσίες ονομάζονται αλλεργιογόνα ή αντιγόνα και οι συνηθέστερες είναι οι πρωτεΐνες από τη γύρη, από τα δέντρα και από τα χόρτα, διάφορες τροφές, ακάρεα σκόνης, μέταλλα (π.χ. νικέλιο) ή και ουσίες που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά και στα φαρμακευτικά προϊόντα.
Σαν αλλεργική αντίδραση, ορίζεται μία υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος σε ένα αλλεργιογόνο. Η ανάπτυξη της αλλεργίας λαμβάνει χώρα σε δύο στάδια.
Αρχικά, υπάρχει η φάση της ευαισθητοποίησης ή της επαγωγής και ακολουθεί η φάση της εκδήλωσης. Τα κλινικά συμπτώματα της αλλεργίας εμφανίζονται μόνο στη φάση της εκδήλωσης. Σε μερικούς ανθρώπους δεν παρουσιάζονται κλινικά συμπτώματα αλλεργίας, γιατί δεν εξελίσσονται μετά την φάση της επαγωγής.
Οι αντιδράσεις της οξείας φάσης (ή οι άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου Ι) εμφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά από την έκθεση στο αλλεργιογόνο και αντανακλούν κυρίως την έκκριση μεσολαβητών από τα μαστοκύτταρα στην περιοχή που έχει προσβληθεί.
Στα ευαισθητοποιημένα άτομα, αυτά τα μαστοκύτταρα έχουν ήδη συνδεδεμένη την ειδική για το αλλεργιογόνο IgE, με τους επιφανειακούς υποδοχείς IgE υψηλής συγγένειας (FcεRI).
Όταν εμφανίζεται σταυροειδής σύνδεση παρακείμενων μορίων IgE με δισθενές ή πολυσθενές αλλεργιογόνο, η συσσωμάτωση του FcεRI πυροδοτεί μία σύνθετη διαδικασία ενδοκυτταρικής σηματοδότησης που έχει ως αποτέλεσμα την έκκριση διαφόρων βιολογικά δραστικών προϊόντων: όπως αυτά που αποθηκεύονται στα κυτταροπλασματικά κοκκία, σε μεσολαβητές που προέρχονται από λιπίδια, σε νεοσυντιθέμενες κυτοκίνες, όπως χημειοκίνες και αυξητικούς παράγοντες, καθώς και σε άλλα προϊόντα.
Υπάρχουν οι αντιδράσεις που προκαλούνται μέσα σε δευτερόλεπτα έως λεπτά από την πρόκληση του αλλεργιογόνου αλλά και οι αντιδράσεις αργής φάσης που εμφανίζονται μέσα σε αρκετές ώρες. Αντίθετα, η χρόνια αλλεργική φλεγμονή είναι μια επίμονη φλεγμονή που εμφανίζεται μετά από επαναλαμβανόμενη έκθεση στο αλλεργιογόνο.
Όταν η έκθεση στο αλλεργιογόνο είναι συνεχής ή επαναλαμβανόμενη, η φλεγμονή παραμένει και πολλά έμφυτα αλλά και προσαρμοστικά στοιχεία του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της κυκλοφορίας μπορούν να βρεθούν σε ιστούς στις θέσεις πρόκλησης του αλλεργιογόνου. Αυτή η επίμονη φλεγμονή συνδέεται με μεταβολές σε δομικά κύτταρα στις πληγείσες θέσεις και σε πολλές περιπτώσεις εκφράζεται με σημαντικά αλλοιωμένη λειτουργία των προσβεβλημένων οργάνων.
Ενώ οι αντιδράσεις της οξείας φάσης ή οι αντιδράσεις αργής φάσης μπορούν εύκολα να μελετηθούν πειραματικά σε ανθρώπους (εθελοντές), οι περισσότερες μελέτες για την χρόνια αλλεργική φλεγμονή περιλαμβάνουν είτε πειραματικά μοντέλα (ζώα) αλλεργικών διαταραχών, που δεν μπορεί να θεωρηθούν ταυτόσημα με τις ασθένειες των ανθρώπων, είτε είναι μελέτες βιοψίας σε ανθρώπους που πάσχουν από αυτές τις διαταραχές.
Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής κατανόηση του πώς, μετά από επίμονες ή και πολλαπλές εκθέσεις στο αλλεργιογόνο, η τοπική φλεγμονή του ιστού μεταβάλλεται μέσα από μια σειρά αντιδράσεων διαφόρων φάσεων σε χρόνια αλλεργική φλεγμονή.
Είναι γνωστό ότι η φλεγμονή σε ασθενείς με χρόνιο άσθμα μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα στρώματα του τοιχώματος των αεραγωγών και συνδέεται τυπικά με: αλλαγές στο επιθήλιο, συμπεριλαμβανομένου ενός αυξημένου αριθμού καλυκοειδών κυττάρων (που παράγουν βλέννα), αυξημένη παραγωγή κυτοκινών και χημειοκινών από τα επιθηλιακά κύτταρα, καθώς και από περιοχές επιθηλιακού τραυματισμού και αναδιαμόρφωσης.
Σε άτομα με άσθμα, οι λοιμώξεις από κοινούς ιούς του αναπνευστικού , όπως για παράδειγμα οι ρινοϊοί ή οι ιοί της γρίπης κ.λ.π., μπορούν να προκαλέσουν έντονη επιδείνωση των συμπτωμάτων του άσθματος. Αν και οι μηχανισμοί που αποτελούν τη βάση αυτής της επιδείνωσης δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ένας παράγοντας μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ιοί επηρεάζουν τη λειτουργία των βρογχικών επιθηλιακών κυττάρων. Τα μαστοκύτταρα εμφανίζονται στο επιθήλιο της αναπνευστικής οδού στο άσθμα και μπορούν να ενεργοποιηθούν από ιικά προϊόντα μέσω υποδοχέων τύπου Toll .
Στην ατοπική δερματίτιδα και στην αλλεργική ρινίτιδα, καθώς και στο άσθμα, η χρόνια αλλεργική φλεγμονή συνδέεται με την αναδιαμόρφωση του ιστού. Αυτή η αναδιαμόρφωση μπορεί να συνεπάγεται μακροπρόθεσμες αλλαγές στα δομικά στοιχεία των επηρεαζόμενων θέσεων (όπως αυξημένη αγγείωση) και σημαντικές αλλοιώσεις στη λειτουργία φραγμού των προσβεβλημένων επιθηλίων.
Σε πολλούς ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα, οι δομικές αλλαγές περιλαμβάνουν την ανάπτυξη ρινικών πολυπόδων. Στην ατοπική δερματίτιδα, η εξασθενημένη λειτουργία του φραγμού του δέρματος συνδέεται με έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο τόσο δερματικών λοιμώξεων όσο και του αποικισμού του προσβεβλημένου δέρματος με το βακτήριο Staphylococcus aureus.
Στην αλλεργική ρινίτιδα, η μειωμένη λειτουργία φραγμού του ανώτερου αναπνευστικού μπορεί να συμβάλει σε αυξημένη ευαισθησία των ασθενών σε χρόνιες λοιμώξεις των κόλπων.
Οι αναπνευστικές αλλεργίες μπορεί να οφείλονται είτε σε ειδικές αλλεργικές αντιδράσεις ή και σε γενικότερες αντιδράσεις σε ερεθιστικά του αναπνευστικού συστήματος, όπως ο καπνός ή διάφορες αναθυμιάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον που μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της αλλεργίας.
Υπάρχουν πολλές πηγές αναπνευστικών αλλεργιών. Η οικιακή σκόνη περιέχει διάφορα συστατικά όπως ακάρεα, αλλεργιογόνα κατοικίδιων ζώων, γύρη και σωματίδια που μπορούν να προκαλέσουν άσθμα και αλλεργίες. Ακόμη αν η υγρασία είναι πολύ υψηλή, μπορεί να εμφανιστεί μούχλα και τα ακάρεα της οικιακής σκόνης ευδοκιμούν όπου υπάρχει ζεστό και υγρό περιβάλλον, ειδικά σε στρώματα και κλινοσκεπάσματα.
Η αύξηση των αλλεργικών ασθενειών μπορεί να σχετίζεται και με την κλιματική αλλαγή. Ένα θερμότερο κλίμα οδηγεί σε μεγαλύτερη εποχή γύρης και κατά συνέπεια σε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αναπνευστικών αλλεργιών. Η γύρη μπορεί να προκαλέσει διασταυρούμενες αλλεργίες επειδή υπάρχουν παρόμοιες πρωτεΐνες στη γύρη και σε τρόφιμα όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και οι ξηροί καρποί, γεγονός που θα αυξήσει επίσης τις αλλεργικές αντιδράσεις στα τρόφιμα. Οι διασταυρούμενες αλλεργίες, ωστόσο, προκαλούν ηπιότερα συμπτώματα από τις πρωτογενείς αλλεργίες.
Μια τροφική αλλεργία αναπτύσσεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα, μέσω ενός συνδυασμού ανοσοκυττάρων, αντισωμάτων και χημικών μεσολαβητών, αντιδρά σε μια προσπάθεια απόρριψης μιας τροφής που καταναλώθηκε με τη διατροφή. Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ανοσολογικών αντιδράσεων στις τροφικές αλλεργίες. Περισσότεροι από έναν τύπο αντιδράσεων μπορεί να εμφανιστούν ταυτόχρονα στο ίδιο αλλεργικό άτομο.
Οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, με νέα πιο επεξεργασμένα τρόφιμα, καθώς και τα συντηρητικά τους συμβάλουν στις αλλεργίες. Οι τροφικές αλλεργίες εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα που έχουν προβλήματα είτε δερματικά είτε αναπνευστικά, όπως για παράδειγμα ατοπική δερματίτιδα, άσθμα ή αλλεργική ρινίτιδα.
Η πιο γνωστή και καλά μελετημένη μορφή τροφικών αλλεργιών ονομάζεται ανοσολογική αντίδραση τύπου 1.
Οι τροφικές αλλεργίες τύπου 1 εμφανίζονται σε λιγότερο από το 5 τοις εκατό του πληθυσμού. Ονομάζονται επίσης άμεσες ή οξείες, είναι IgE διαμεσολαβούμενες ή και ατοπικές τροφικές αλλεργίες. Συνήθως εμφανίζονται εξαιτίας κάποιας γονιδιακής προδιάθεσης, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα αρχίζει να δημιουργεί έναν συγκεκριμένο τύπο αντισώματος που ονομάζεται IgE (ανοσοσφαιρίνη IgE) σε ορισμένες τροφές. Η μία πλευρά του IgE αντισώματος θα αναγνωρίσει και θα δεσμευτεί στενά στην αλλεργική τροφή. Η άλλη πλευρά του αντισώματος συνδέεται με ένα εξειδικευμένο κύτταρο του ανοσοποιητικού, γεμάτο με ισταμίνη, που ονομάζεται μαστοκύτταρο. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της ισταμίνης και των άλλων χημικών μεσολαβητών που σχετίζονται με την αλλεργία - οι οποίοι ονομάζονται χημικοί μεσολαβητές - απελευθερώνονται από το μαστοκύτταρο, αρχίζοντας γρήγορα έναν καταρράκτη ανεπιθύμητων αντιδράσεων, που μπορεί να φτάσουν μέχρι την πιο σοβαρή αντίδραση τύπου 1, την αναφυλαξία. Οι αλλεργίες αυτού του τύπου μεσολαβούνται από την IgE και προκύπτουν ως μία ανοσολογική απόκριση, αλλά υπάρχουν και αρκετές αντιδράσεις που περιλαμβάνουν και διαφορετικούς ανοσολογικούς μηχανισμούς, που μπορούν να επιβεβαιωθούν με ανοσολογικές μεθόδους όπως η ανίχνευση αντισωμάτων IgE στον ορό.
Οι τροφικές αλλεργίες ορίζονται ως διαμεσολαβούμενες από μη IgE ή μεικτές IgE και μη IgE.
Οι τροφικές αλλεργίες προκαλούνται από πρωτεΐνες τροφίμων και συνήθως προκαλούν γρήγορες αντιδράσεις. Τα συμπτώματα που προκαλούνται από IgE μεσολαβούμενες αλλεργίες, αναπτύσσονται εντός λεπτών έως 1-2 ωρών από την κατανάλωση της τροφής.
Οι διατροφικές αλλεργίες με τη μεσολάβηση της IgE και των μεικτών IgE και μη IgE εμφανίζονται με τα συμπτώματά τους και αρκετές ώρες μετά την κατανάλωση του τρόφιμου. Αυτές οι αντιδράσεις συμβαίνουν επειδή η φυσική ανοχή είναι εύθραυστη ή διαταραγμένη. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως και σε άλλα όργανα πέρα από το στομάχι και τα έντερα, όπως στο δέρμα, στο αναπνευστικό σύστημα και στο καρδιαγγειακό σύστημα. Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας γενικά προκαλούν εντερικά συμπτώματα. Τα κοινά τροφικά αλλεργιογόνα περιλαμβάνουν τα αυγά, τα όσπρια, τα φιστίκια αλλά και άλλους ξηρούς καρπούς, ακόμη μπορεί να είναι σε ψάρια και σε οστρακοειδή.
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που προκύπτουν από τις τροφές μπορεί να προκαλέσουν χιλιάδες φυσιολογικές επιδράσεις στο σώμα. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι ανοσολογικώς ή μη ανοσολογικώς μεσολαβούμενες και μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα αντιδράσεις και συμπτώματα που κυμαίνονται σε σοβαρότητα από ήπια έως την απειλητική για τη ζωή αναφυλαξία. Παρόλο που η πλειοψηφία των σοβαρών αντιδράσεων πιστεύεται ότι είναι ανοσολογικές και μεσολαβούνται μέσω της IgE, άλλες ανοσοσφαιρίνες, όπως η IgG και η IgA, μπορεί να παίζουν ρόλο και στις ανεπιθύμητες αντιδράσεις από τις τροφές.
Οι ανοσολογικές αντιδράσεις αυτού του τύπου πολύ συχνότερα εμπλέκονται στην τροφική αλλεργία από τις αντιδράσεις τύπου 1. Μια τροφική αλλεργία αυτού του τύπου περιλαμβάνει επίσης το ανοσοποιητικό σύστημα. Εμφανίζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα δημιουργεί υπερβολική ποσότητα αντισωμάτων IgG σε ένα συγκεκριμένο τρόφιμο. Τα αντισώματα IgG, αντί να συνδέονται με μαστοκύτταρα όπως τα αντισώματα IgE στις αλλεργίες τύπου 1, συνδέονται απευθείας με την τροφή καθώς εισέρχεται στην κυκλοφορία, σχηματίζοντας διαφορετικά μεγέθη των λεγόμενων κυκλοφορόντων ανοσοσυμπλεγμάτων (τροφικά αλλεργιογόνα δεσμευμένα σε αντισώματα που κυκλοφορούν στην κυκλοφορία του αίματος) .
Τα αλλεργικά συμπτώματα στις ανοσολογικές αντιδράσεις αυτού του τύπου καθυστερούν την εμφάνισή τους και εμφανίζονται οπουδήποτε από δύο ώρες έως και αρκετές ημέρες μετά την κατανάλωση των αλλεργικών τροφών.
Οι καθυστερημένες αντιδράσεις στις τροφές μπορεί να προέρχονται από οποιοδήποτε όργανο ή ιστό του ανθρωπίνου σώματος προκαλώντας πάνω από 100 αλλεργικά συμπτώματα και πάνω από 150 διαφορετικές ιατρικές παθήσεις.
Το ανοσοποιητικό σύστημα που εδράζεται στο έντερο είναι το μεγαλύτερο σε ολόκληρο το σώμα. Πάνω από το 80% των αντιδράσεων ανοσολογικής άμυνας έχουν την προέλευσή τους στο έντερο. Εξασφαλίζει ένα σχεδόν αήττητο φράγμα για τα μικρόβια, τους ιούς και άλλους παθογόνους παράγοντες και ένα φραγμό έναντι άλλων ξένων πρωτεϊνών από τις τροφές. Οι τροφές έχουν εξαιρετική ανοχή, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποστεί σωστή πέψη για να περάσουν τον ακέραιο εντερικό βλεννογόνο με τον προγραμματισμένο τρόπο, δηλαδή μέσω των εντερικών κυττάρων. Ένας ακέραιος φραγμός στο έντερο είναι το κλειδί για την ανοχή.
Λόγω φαρμάκων, λοιμώξεων, μικροβίων, στρες και περιβαλλοντικών τοξινών, η ακεραιότητα του εντερικού τοιχώματος μπορεί να καταστραφεί και τα συστατικά των τροφών μπορούν να διεισδύσουν μεταξύ των εντερικών κυττάρων. Οι τροφές που περνούν μέσα από τα εντερικά κύτταρα και έχουν υποστεί σωστή πέψη και αφομοίωση, είναι ανεκτές από το ανοσοποιητικό σύστημα. Αντίθετα, η τροφή που περνάει από τα εντερικά κύτταρα μπορεί να αναγνωριστεί ως ξένη. Έπειτα ξεκινά μια ανοσολογική αντίδραση για να καταστρέψει τις πρωτεΐνες του εισβολέα.
Σε αντίθεση με τους διάφορους μολυσματικούς παράγοντες όπως τα μικρόβια, τους ιούς, τα παράσιτα και πολλούς άλλους, επειδή οι τροφές κανονικά δεν αποτελούν απειλή για τον οργανισμό, οι τροφές δεν αναγνωρίζονται από το έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα αλλά από το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα. Παράγει αντισώματα IgG τα οποία αναγνωρίζουν την τροφή για την οποία έχουν σχηματιστεί. Τα αντισώματα IgG ενώνονται με τις πρωτεΐνες των τροφών για να σχηματίσουν ένα ανοσοσύμπλεγμα. Τα ανοσοσυμπλέγματα εισέρχονται στην κυκλοφορία. Τα ουδετερόφιλα αρχίζουν στην συνέχεια την καταστροφή των ανοσοσυμπλεγμάτων. Όταν τα ανοσοκύτταρα καταστρέφουν τα ανοσοσυμπλέγματα, λαμβάνει χώρα μια φλεγμονώδη αντίδραση. Τα ανοσοσυμπλέγματα καταστρέφονται στην κυκλοφορία και μπορεί να μην εμφανιστούν συγκεκριμένα συμπτώματα.
Αυτό είναι συνέπεια των υποδοχέων που εκφράζονται στην επιφάνεια τους και το οπλοστάσιό των ισχυρών, ανοσολογικά ενεργών μεσολαβητών, που απελευθερώνονται κατά την στιγμή της ενεργοποίησης. Αυτοί οι μεσολαβητές μπορούν είτε να είναι προσχηματισμένοι (π.χ. ισταμίνη, πρωτεάσες, κυτταροτοξικές πρωτεΐνες) και να απελευθερώνονται εντός δευτερολέπτων έως λεπτών μετά την ενεργοποίηση ή να συντίθενται εκ νέου (π.χ. μεταβολίτες αραχιδονικού οξέος, χημειοκίνες, κυτοκίνες) και να απελευθερώνονται λεπτά έως ώρες μετά την ενεργοποίηση. Ενώ τα ώριμα μαστοκύτταρα δεν εμφανίζονται στο αίμα, τα ηωσινόφιλα κυκλοφορούν στο αίμα (συνήθως λιγότερο από 5% των λευκοκυττάρων) και στα αιμοποιητικά και λεμφικά όργανα, όπως ο μυελός των οστών, ο σπλήνας, οι λεμφαδένες και ο θύμος αδένας. Τα βασεόφιλα βρίσκονται μόνο στο αίμα σε υγιή άτομα (συνήθως λιγότερο από 1% των λευκοκυττάρων), αλλά είναι γνωστό ότι προσλαμβάνονται γρήγορα σε φλεγμονώδεις ιστούς, όπου μπορούν να φθάσουν σε υψηλές πυκνότητες. Τα μαστοκύτταρα βρίσκονται σε αγγειοποιημένους ιστούς σε όλο το σώμα και είναι ιδιαίτερα εμφανείς στους ιστούς που αλληλοεπιδρούν με το εξωτερικό περιβάλλον. Οι παθολογικοί ρόλοι των ηωσινοφίλων, των μαστοκυττάρων και των βασεόφιλων στην αλλεργία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την παρουσία ειδικής για αλλεργιογόνο IgE σε αλλεργικά άτομα.
Τα μαστοκύτταρα αποκοκκιώνονται ταχέως μετά την διασταύρωση της ειδικής IgE με αντίστοιχα αλλεργιογόνα και απελευθερώνουν ισταμίνη, πρωτεάσες και κυτοκίνες, ακολουθούμενη από ταχεία σύνθεση και απελευθέρωση προσταγλανδινών και λευκοτριενίων. Συνολικά, τα μαστοκύτταρα είναι οι κύριοι παράγοντες στην πρώιμη φάση της αλλεργικής αντίδρασης, λόγω της τοπικής εγκατάστασής τους σε χώρους όπου είναι πιθανότερο να συναντήσουν περιβαλλοντικά ή τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. υποβλεννογόνος της αναπνευστικής ή πεπτικής οδού).
Μεγάλο μέρος της αλλεργικής αντίδρασης οξείας φάσης μπορεί να αποδοθεί στις άμεσες επιδράσεις της ισταμίνης στους περιβάλλοντες ιστούς, όπως για παράδειγμα οίδημα, φαγούρα, φτάρνισμα στην αλλεργική ρινίτιδα και αυτό εξηγεί επίσης τα οφέλη από τη χρήση ανταγωνιστών υποδοχέα ισταμίνης. Τα μαστοκύτταρα συνδέονται επίσης με ένα πλήθος άλλων καταστάσεων όπως το άσθμα, οι αντιδράσεις φαρμάκων, η αναφυλαξία, η κνίδωση, κ.λ.π.
Τα βασεόφιλα έχουν συσχετιστεί με το άσθμα, την οξεία και χρόνια αλλεργία, καθώς και με άλλες καταστάσεις. Δεν είναι σαφές εάν παίζουν κάποιο ρόλο στην εξαρτώμενη από την IgG αλλεργική ευαισθησία στους ανθρώπους. Ωστόσο, ο ρόλος τους στην ενίσχυση των υπαρχουσών αλλεργικών αποκρίσεων είναι σχετικά καλά εδραιωμένος, λόγω της άφθονης έκκρισης των κυτοκινών τύπου IL-4 και IL-13 μετά την ενεργοποίηση.
Τα ηωσινόφιλα μπορούν επίσης να συσχετιστούν με ένα πλήθος διαταραχών, όπως το άσθμα, η πνευμονική ηωσινοφιλία, το σύνδρομο Loeffler, το σύνδρομο Churg-Strauss, η ατοπική δερματίτιδα, η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, τα υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα, ορισμένες κακοήθειες κ.λ.π. Τα ηωσινόφιλα θεωρούνται πολυλειτουργικά κύτταρα ικανά να διαμορφώνουν τόσο την έμφυτη όσο και την προσαρμοστική ανοσία.
Στις αλλεργίες εξετάζεται μόνο ο αρνητικός ρόλος αυτών των τριών τύπων κυττάρων και είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι η πρόκληση αλλεργικών ασθενειών δεν είναι η φυσιολογική τους λειτουργία και ότι παίζουν και σημαντικούς προστατευτικούς ρόλους.
Αυτές οι προστατευτικές δράσεις αυτών των τύπων κυττάρων έχουν καταδειχθεί στην έμφυτη ανοσία κατά των μικροβιακών παθογόνων παραγόντων, των ιών και των παρασίτων και στην προστασία από κάποια δηλητήρια. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα μαστοκύτταρα, τα βασεόφιλα και τα ηωσινόφιλα είναι ένα "ξίφος με δύο κόψεις" στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και ανάλογα με την περίπτωση έχουν διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικές παθολογικές ρυθμίσεις.
Στο οπλοστάσιο της φύσης έχουν εντοπιστεί και χρησιμοποιηθεί πολλές φυσικές ουσίες που μέσω της αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών δράσης τους έχουν βοηθήσει σημαντικά στη μείωση των προβλημάτων που απορρέουν από τίς αλλεργικές επιδράσεις των αντιγόνων.
Eνα ευρύ φάσμα βιοδραστικών ενώσεων όπως τα αλκαλοειδή, τα φλαβονοειδή, τα τερπενοειδή, οι πολυφαινόλες, διάφορες φλαβονοειδείς ενώσεις όπως η ρουτίνη και η κερσετίνη έχουν θετικές επιδράσεις εξαιτίας αρχικά της αντιοξειδωτικής τους ιδιότητας.
Aκόμη διάφορες φαινόλες όπως η υδροξυτυροσόλη και η ελεοευρωπαΐνη, αναστέλλουν την ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων που επάγεται από ανοσολογικές και μη-ανοσολογικές οδούς. Ακόμη μπορεί να αναστέλλουν διεργασίες αποκοκκοποίησης που προκαλούνται από αλλεργιογόνα σε μαστοκύτταρα και βασεόφιλα με ενίσχυση της σταθεροποίησης της κυτταρικής μεμβράνης και τελικά οδηγεί σε σημαντική μείωση της απελευθέρωσης ισταμίνης και φλεγμονωδών μεσολαβητών.
Οι πολυφαινόλες είναι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν πολλαπλές βιολογικές οδούς και λειτουργίες των ανοσοκυττάρων στην αλλεργική ανοσοαπόκριση. Έχουν εμφανίσει ισχυρές επιδράσεις στις κυτταρικές και χημικές ανοσολογικές λειτουργίες σε προ κλινικές έρευνες. Η αλληλεπίδραση των πολυφαινολών με πρωτεΐνες μπορεί να διαμορφώσει τη διαδικασία της αλλεργικής ευαισθητοποίησης και η άμεση επίδρασή τους στα αλλεργικά κύτταρα-τελεστές όπως τα μαστοκύτταρα αναστέλλουν την απελευθέρωση του μεσολαβητή, με αποτέλεσμα την ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Οι πολυφαινόλες αναστέλλουν την απελευθέρωση ισταμίνης από ανθρώπινα βασεόφιλα και μαστοκύτταρα.
Η πρόσληψη πολυφαινολών όπως φλαβόνες, κατεχίνες, ανθοκυανιδίνες, φλαβανόνες, προκυανιδίνες μπορεί να βελτιώσουν την διαταραγμένη ισορροπία των βοηθητικών κυττάρων Τ, (Th) τύπου 1 και 2 (Th1 / Th2) Ανάλυση IgE (ανοσοσφαιρίνης Ε).
✓ Τα φλαβονοειδή είναι γνωστό ότι αναστέλλουν την απελευθέρωση ισταμίνης από ανθρώπινα βασεόφιλα και μαστοκύτταρα.
✓ Τα φλαβονοειδή αναστέλλουν την απελευθέρωση των χημικών μεσολαβητών, καταστέλλουν περαιτέρω τη σύνθεση της ιντερλευκίνης IL-4 και της IL-13 (κυτοκινών τύπου Th2) με κύτταρα που εκφράζουν υποδοχείς που διεγείρονται με αλλεργιογόνο ή αντί-ΙGΕ αντίσωμα (π.χ., βασεόφιλα περιφερικού αίματος ή μαστοκύτταρα).
✓ Η ανασταλτική δραστικότητα των φλαβονοειδών στην έκφραση του συνδέτη IL-4 και CD40 πιθανώς σχετίζεται με την ανασταλτική δράση τους στην ενεργοποίηση των πυρηνικών παραγόντων, ενεργοποιημένων Τ κυττάρων και της ΑΡ-1 (πρωτεΐνη ενεργοποιητή-1).
Η φόρμουλα ALLERCARE περιέχει το PANTESCAL®που είναι μία σύνθεση που περιέχει εκχυλίσματα από Capparis Spinosa, Olea Europaea, Ribes Nigrum, Panax Ginseng μαζί με βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη) που συμβάλλει στη διατήρηση της φυσιολογικής κατάστασης των βλεννογόνων και την βιταμίνη C που συμβάλλει στη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.