Το Γαστρεντερικό Σύστημα και οι Λειτουργίες του
Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για το
ανθρώπινο πεπτικό σύστημα
Το γαστρεντερικό́ σύστημα αποτελείται από ένα σύνολο οργάνων που λειτουργούν όλα μαζί για να πραγματοποιήσουν τη διαδικασία της απορρόφησης, η οποία αποτελεί τη βασική λειτουργία αυτού́ του συστήματος.
Το κάθε τμήμα του, πραγματοποιεί την δική του ειδική λειτουργία και μπορεί να πέπτει και ν ’αφομοιώνει τις τροφές, αλλά δεν κάνει το ίδιο και με τις δομές του.
Οι λειτουργίες του και η ακεραιότητα του προστατεύονται από ενδογενείς επιθετικούς παράγοντες όπως τα πεπτικά ένζυμα, τα οξέα και η χολή. Ακόμη, επειδή είναι «ανοιχτό» προς το εξωτερικό περιβάλλον, πρέπει να παρέχει προστασία έναντι διαφόρων βλαβερών ουσιών αλλά και μικροοργανισμών που καταπίνονται μαζί με το φαγητό.
Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ των επιθετικών παραγόντων και των προστατευτικών μηχανισμών, για να διατηρείται η ακεραιότητα του βλεννογόνου. Οι αμυντικοί μηχανισμοί προσαρμόζονται και ρυθμίζονται, ώστε ν’ αποφευχθεί η πρόκληση τραυματισμού ή εισβολής στον βλεννογόνο.
Στο πεπτικό έλκος για παράδειγμα, αυτοί οι προστατευτικοί μηχανισμοί έχουν παραβιαστεί ευθέως είτε από τοξικές ουσίες στον αυλό, π.χ. μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), ή από αλληλεπίδραση του Helicobacter pylori και των κυτταροτοξικών του προϊόντων του, με το βλεννογόνο.
Το γαστρεντερικό σύστημα φιλοξενεί μεγαλύτερο αριθμό μικροβίων από τον αριθμό των κυττάρων που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα, χωρίς όμως να επιτρέπει στα μικρόβια αυτά να αναλάβουν τα ηνία, παρά τον γρήγορο πολλαπλασιασμό τους. Ακόμη μπορεί να χειριστεί το ισχυρό υδροχλωρικό οξύ χωρίς την μετουσίωση του στομάχου.
Οι μηχανισμοί πίσω από αυτές τις εκπληκτικές δυνατότητες είναι πολλοί, αλλά ένας βασικός παράγοντας είναι η απόλυτη αμυντική γραμμή της γαστρεντερικής οδού, η βλέννα.
Η βλέννα είναι μια παχύρευστη κολλώδης ουσία που περιέχει γλυκοπρωτεΐνες γνωστές ως βλεννίνες, οι οποίες αποτελούνται από περίπου 80% υδατάνθρακες, κυρίως γαλακτόζη και Ν-ακετυλογλυκοζαμίνη. Οι υδατανθρακικές αλυσίδες προστατεύουν το μόριο αυτό από την πεψίνη.
Ήδη από το 1800,ο Glover, ενέπλεξε τη στιβάδα της βλέννας ως τον φυσικό φραγμό για το υδροχλωρικό οξύ και τη χολή. Η ιδέα αυτή τονίστηκε από το Harley στη δεκαετία του 1860 και οδήγησε στο αυξημένο ενδιαφέρον για τη βλέννα, ως φραγμό στα πεπτικά ένζυμα, κατά τα μέσα του 20ου αιώνα. Αυτή η έννοια της αδιαπερατότητας του στρώματος της βλέννας και του βλεννογόνου προτάθηκε από τον Bernard το 1855, αν και εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να αποδειχθεί με κάποιο πειστικό τρόπο. Αυτά τα αποτελέσματα, μεταξύ άλλων, έθεσαν τη βάση για την ιδέα του Hollander για ένα "αυτό-δημιουργούμενο φραγμό βλεννογόνου δύο συστατικών" (Hollander 1954).
Ο φραγμός αυτός περιλαμβάνει ένα εξωτερικό στρώμα ιξώδους γέλης, "βλέννας" και ενός επιθηλιακού κυτταρικού στρώματος κάτω από αυτό. Ο διπλός χαρακτήρας αυτού του φραγμού προτάθηκε επίσης και για το δωδεκαδάκτυλο.
Το δωδεκαδάκτυλο, το στόμα και ο οισοφάγος, όπως και το δέρμα, προστατεύονται από πολλαπλά σφιχτά στρώματα και σε μεγάλο βαθμό από αδρανές πλακώδες επιθήλιο, το οποίο ξεπλένεται με βλέννα από τους σιελογόνους και τους άλλους αδένες. Αντιθέτως, το υπόλοιπο της γαστρεντερικής οδού έχει ένα μόνο στρώμα πολύ δραστικών κυττάρων.
Η κυριότερη προστασία αυτού του ευάλωτου κυτταρικού σχηματισμού είναι η βλέννα που καλύπτει αυτά τα κύτταρα και ο γλυκοκάλυκας, που περιέχει ένζυμα και τον εκκριτικό παράγοντα της ανοσοσφαιρίνης Α.
Η βλέννα είναι μια παχιά, γλοιώδης έκκριση που είναι απαραίτητη για πολλές βιολογικές λειτουργίες, όπως η λίπανση, η ενυδάτωση και η προστασία του υποκείμενου επιθηλίου .
Ο βλεννογόνος του εντέρου περιέχει δισεκατομμύρια μικρόβια, τα οποία αποτελούν μόνιμη πρόκληση για την ακεραιότητα της επιθηλιακής επιφάνειας. Ωστόσο, η συνήθης συμβιωτική χλωρίδα που συναγωνίζεται για θρεπτικά συστατικά και τοποθεσίες επιθηλιακής προσκόλλησης με τα ανεπιθύμητα μικρόβια, προστατεύει το υποκείμενο επιθήλιο από την διείσδυση των παθογόνων μικροβίων.
Οι αλλαγές στις ιδιότητες της βλέννας είναι ικανές να επηρεάσουν σημαντικά τη λειτουργία του στρώματος της.
Για παράδειγμα, μια στρώση εντερικής βλέννας που είναι πολύ λεπτή, όπως στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, θα διευκολύνει τα βακτήρια να φθάσουν στα επιθηλιακά κύτταρα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή λόγω της μη ρυθμισμένης ανοσοαπόκρισης στο εντερικό κύτταρο.
Ο οισοφάγος εκκρίνει αποκλειστικά́ βλέννα, η οποία λιπαίνει τον οισοφάγο αλλά́ και μειώνει τον κίνδυνο να προκληθεί βλάβη του οισοφάγου από́ τυχόν αιχμηρά κομμάτια της τροφής. Ακόμη, η βλέννα προστατεύει τον οισοφάγο από́ τα οξέα και τα ένζυμα του γαστρικού́ χυμού́, αν τυχόν συμβεί́ επαναρρόφηση του γαστρικού́ περιεχομένου στον οισοφάγο.
Η άμυνα του οισοφάγου χαρακτηρίζεται από ένα αλληλεξαρτώμενο σύμπλεγμα δομικών και λειτουργικών στοιχείων που έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν την κατάλληλη προστασία στο επιθήλιο κατά την επαφή με επιβλαβείς ουσίες, ιδιαίτερα το υδροχλωρικό οξύ και την πεψίνη. Η αποτυχία της προστασίας οδηγεί σε επιθηλιακή καταστροφή που προοδευτικά μεταφράζεται σε συμπτώματα (π.χ. καούρες) και σημάδια γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.
Η μορφολογική ακεραιότητα του οισοφαγικού βλεννογόνου ορίζεται από την ισορροπία μεταξύ επιθετικών παραγόντων και μηχανισμών προστασίας.
Οι επιθετικοί παράγοντες κυριαρχούνται από το υδροχλωρικό οξύ και την πεψίνη, ενώ οι προστατευτικοί μηχανισμοί, που ονομάζονται επίσης οισοφαγικός φραγμός του βλεννογόνου, εκφράζονται με την εξουδετέρωση της όξινης και πρωτεολυτικής δράσης της πεψίνης από ρυθμιστικά διαλύματα, από τις βλεννίνες, την βλέννα και συνοδεύονται από αυξητικούς παράγοντες πεπτιδίων, μέσα από ένα σύμπλεγμα κορυφαίων συνδέσεων, με μεταφορά ιόντων, και με επαρκή ροή αίματος στο βλεννογόνο.
Ο οισοφαγικός φραγμός του βλεννογόνου λειτουργεί σε προ-επιθηλιακά, επιθηλιακά και μετα-επιθηλιακά διαμερίσματα και συμμετέχει στην πρόληψη των επιθηλιακών βλαβών και στην επούλωση της νέκρωσης των επιθηλιακών κυττάρων.
Τα συστατικά του οισοφαγικού προ-επιθηλιακού φραγμού παράγουν ιξωδοελαστική στιβάδα βλέννας και εγκλωβίζουν ιόντα διττανθρακικών, παρέχοντας ένα αλκαλικό μικροπεριβάλλον, που παραμένει η εμπροσθοφυλακή στην προστασία του βλεννογόνου καθώς οι επιθετικοί παράγοντες δρουν πάντοτε στο επιθήλιο του οισοφάγου.
Ο γαστρικός βλεννογόνος εκτίθεται συνεχώς σε πολλούς επιβλαβείς παράγοντες και ουσίες.
Πώς όμως ο γαστρικός βλεννογόνος διατηρεί τη δομική ακεραιότητα και αντιστέκεται στην αυτόματη πέψη από ουσίες όπως το υδροχλωρικό οξύ και η πεψίνη που έχουν προβληματίσει κλινικούς γιατρούς και ερευνητές για περισσότερα από 200 χρόνια;
Το γαστρικό επιθήλιο πρέπει επίσης να αντιστέκεται σε βλάβες από εξωγενείς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του Helicobacter pylori αλλά και επιβλαβών παραγόντων όπως η αιθανόλη και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ).
Η επιφάνεια του στομάχου καλύπτεται από ένα στρώμα ιξωδοελαστικής γέλης, βλέννας, που δρα ως προστατευτικός φραγμός ενάντια στο σκληρό περιβάλλον του αυλού. Τα δομικά χαρακτηριστικά αυτού του φραγμού είναι βασικοί δείκτες της φυσιολογικής λειτουργίας του και έχουν προσδιοριστεί μεταβολές της σύνθεσής του στις γαστρεντερικές παθολογίες.
Αν και οι ακριβείς μηχανισμοί του αμυντικού συστήματος του βλεννογόνου είναι άγνωστοι, περιλαμβάνει φυσικούς αμυντικούς παράγοντες και ένας απ’ αυτούς είναι ο μεταβολισμός της βλέννας.
Η γαστροπροστατευτική λειτουργία της βλέννας καλύπτει την επιφάνεια του βλεννογόνου του στομάχου.
Η βλέννα παράγεται από ειδικά κύτταρα, εκκρίνεται και καλύπτει εκτεταμένα το επιφανειακό στρώμα του βλεννογόνου σχηματίζοντας στρώματα γέλης βλέννας.
Η έκκριση βλέννας προσαρμόζεται άμεσα τόσο σε παθολογικές καταστάσεις, όσο και σε φυσιολογικές αλλαγές στη λειτουργία του στομάχου. Επιπλέον, η βλέννα που υπάρχει στο στομάχι παρουσιάζει διάφορες δράσεις, όπως διατηρεί την λίπανση της επιφάνειας του βλεννογόνου, αναμιγνύεται με τις προσλαμβανόμενες τροφές, υποβοηθάει την πέψη και προστατεύει το επιθήλιο από τον ερεθισμό σχηματίζοντας ένα στρώμα παχιάς γέλης.
Ο γαστρικός βλεννογόνος ενεργεί για να διατήρηση της ομοιόστασης ανάμεσα στο φυσιολογικό μηχανισμό που διαθέτει για τα ενδογενή ερεθιστικά, όπως το γαστρικό οξύ και η πεψίνη, καθώς και για τα εξωγενή ερεθιστικά, όπως τα ΜΣΑΦ, το στρες και το αλκοόλ.
Κατά τη διάρκεια της προστασίας του βλεννογόνου, εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες όπως τα διττανθρακικά ιόντα, η ροή του αίματος του βλεννογόνου και η διαδικασία των κυτταρικών κύκλων, εκτός από την βλέννα. Τα τελευταία χρόνια διευκρινίστηκαν επίσης οι ρόλοι που λειτουργούν ως έμμεσοι παράγοντες, όπως είναι οι προσταγλανδίνες και η δισμουτάση του υπεροξειδίου. Αυτοί οι παράγοντες αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους.
Η βλάβη του βλεννογόνου προκύπτει εξαιτίας της ανισορροπίας ανάμεσα στους επιθετικούς παράγοντες και τους προστατευτικούς μηχανισμούς.
Η βλεννίνη, που είναι το κύριο συστατικό της βλέννας, βιοσυντίθεται από τα κύτταρα που παράγουν βλέννα και εκκρίνεται από αυτά.
Τα κύτταρα που παράγουν την βλέννα του γαστρικού βλεννογόνου ταξινομούνται κυρίως ως κύτταρα του βλεννογόνου, παραγωγής επιφανειακής βλέννας ή κύτταρα του γαστρικών αδένων και οι αντίστοιχες βλεννίνες διαφέρουν στις πεπτιδικές αλληλουχίες τους και στη χημική σύνθεση των χαρακτηριστικών των ομάδων υδατανθράκων τους.
Τα πεπτίδια του πυρήνα των βλεννινών από τα επιφανειακά κύτταρα της βλέννας και τα κύτταρα των γαστρικών αδένων του στομάχου χαρακτηρίζονται ως MUC5AC και MUC6, αντίστοιχα.
Οι βλεννίνες από αυτούς τους δύο τύπους κυττάρων έχουν ξεχωριστούς ρόλους στη φυσιολογία του γαστρικού βλεννογόνου.
Η λοίμωξη με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού συνδέεται με την ανάπτυξη της γαστρίτιδας, του έλκους και πιθανώς και των γαστρικών κακοηθειών.
Διεισδύει πρώτα στη γαστρική στρώση του βλεννογόνου και κατόπιν δεσμεύεται σε συγκεκριμένους στόχους της βλέννας ή των επιθηλιακών κυττάρων. H λοίμωξη με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού έχει σαν αποτέλεσμα μια αναστρέψιμη μεταβολή της γλυκοζυλίωσης της βλεννίνης, η οποία ευνοεί την προσκόλληση των βακτηρίων.
Η δράση της ουρεάσης που παράγει αμμωνία αυξάνει το ρΗ το οποίο αποσταθεροποιεί τη στιβάδα του βλεννογόνου. Αυτή η δράση, ωστόσο, δεν αρκεί για να προκαλέσει κατάρρευση του φραγμού του βλεννογόνου και μαζί με τη βακτηριακή σύνδεση με την βλέννα ευνοεί την επιβίωση του ελικοβακτηριδίου στο στρώμα του βλεννογόνου.
Η προσκόλληση του H. Pylori στα γαστρικά επιθηλιακά κύτταρα οδηγεί σε πιο σοβαρή βλάβη.
Ο φραγμός της γαστρικής βλέννας που αποτελείται από ένα στρώμα ιξώδους βλέννας είναι κρίσιμος για την υπεράσπιση του γαστρικού βλεννογόνου.
Στις παθήσεις του εντέρου, όπως για παράδειγμα στην ελκώδη κολίτιδα ή στην νόσο Crohn, που είναι πολυπαραγοντικές διαταραχές με ασαφή αιτιολογία, η στιβάδα του βλεννογόνου στην ελκώδη κολίτιδα για παράδειγμα είναι διαταραγμένη και υπάρχει λεπτότερη στιβάδα βλεννογόνου συγκριτικά με εκείνη που επικαλύπτει τον εντερικό βλεννογόνο στην κανονική κατάσταση ή στην νόσο του Crohn.
Η μείωση του πάχους της βλέννας έχει συνδεθεί με την εξάντληση των καλυκοειδών κυττάρων στον προσβεβλημένο τμήμα του παχέος εντέρου, μειώνοντας έτσι την διαδικασία παραγωγής βλεννίνης.
Η οργάνωση του προστατευτικού συστήματος βλέννας μεταβάλλεται σημαντικά κατά μήκος της πεπτικής οδού.
Στο στόμα, οι σιελογόνοι αδένες παράγουν MUC5B και MUC7, που λιπαίνουν τις τροφές για να περάσουν μέσω του οισοφάγου.
Το στομάχι έχει ένα σύστημα δύο βλεννογόνων παραγωγής βλέννας, που αποτελείται από μια εσωτερική, προσαρτημένη βλέννα και μια εξωτερική, μη προσαρτημένη, χαλαρή στρώση βλέννας και οι δύο αποτελούνται από τη βλεννίνη MUC5AC που παράγεται από το επιφανειακό επιθήλιο.
Οι αδένες στο στομάχι και στο δωδεκαδάκτυλο εκκρίνουν την γέλη -σχηματίζοντας βλεννίνη MUC6.
Το λεπτό έντερο έχει, σε αντίθεση με το στομάχι και το παχύ έντερο, μόνο έναν τύπο επιφανειακής βλέννας, που αποτελείται από MUC2. Αυτή η βλέννα δεν είναι προσαρτημένη και είναι εύκολο να απομακρυνθεί.
Το έντερο έχει ένα σύστημα δύο ειδών βλέννας, μια εσωτερική πυκνή και προσαρτημένη στιβάδα βλέννας και μια εξωτερική, χαλαρή και μη προσαρτημένη στιβάδα βλέννας, που φτιάχνονται από το MUC2. Η ίδια βλεννίνη, η MUC2, συμπεριφέρεται διαφορετικά στο λεπτό και στο παχύ έντερο.
Η γαστρεντερική οδός καλύπτεται από βλέννα, που έχει διαφορετικές ιδιότητες στο στομάχι, το λεπτό έντερο και το παχύ έντερο.
Οι μεγάλες, γλυκοζυλιωμένες βλεννίνες σχηματισμού γέλης MUC2 και MUC5AC είναι τα κύρια συστατικά της βλέννας στο έντερο και στο στομάχι, αντίστοιχα. Στο λεπτό έντερο, η βλέννα περιορίζει τον αριθμό των βακτηρίων που μπορούν να φτάσουν στο επιθήλιο και στις πλάκες του Peyer. Στο παχύ έντερο, η εσωτερική στιβάδα βλέννας διαχωρίζει την χλωρίδα από το επιθήλιο του ξενιστή.
Η προστασία της επιφανείας του βλεννογόνου και η αντιφλεγμονώδης δραστηριότητα είναι δύο σημαντικοί παράγοντες για την υποστήριξη της γαστρεντερικής υγείας.
Η φόρμουλα PEPTOCARE περιέχει το MUCOSAVE® FG που είναι μία σύνθεση που περιέχει το εκχύλισμα opuntia ficus indica από την φραγκοσυκιά μαζί με βιοφαινόλες από εκχύλισμα φύλλων ελιάς. Οι πολυσακχαρίτες του opuntia ficus indica, έχουν ισχυρή ικανότητα προσκόλλησης στη βλέννα και οι βιοφαινόλες από το εκχύλισμα των φύλλων της ελιάς εξασφαλίζουν καταπραϋντική επίδραση.
Πειραματικές μελέτες in vitro που έγιναν σε κυτταρικές σειρές βλεννογόνου έδειξαν ότι το MUCOSAVE® FG έχει ισχυρή βλεννοπροσκολλητική δράση (έως 60% στην κυτταρική επιφάνεια), που είναι υψηλότερη από άλλα βιοπροσκολλητικά πολυμερή όπως το υαλουρονικό οξύ και το αλγινικό άλας (30% και 5% αντίστοιχα).
Αυτό προκύπτει εξαιτίας του ανταγωνισμού στην πρόσδεση των λεκτινών και των πολυμερών που έχουν δοκιμαστεί στις γλυκοπρωτεΐνες της επιφάνειας του βλεννογόνου.
Ακόμη, η φόρμουλα PEPTOCARE περιέχει βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη) και ασβέστιο. Η βιταμίνη Β2 συμβάλλει στη διατήρηση της φυσιολογικής κατάστασης των βλεννογόνων και το ασβέστιο συμβάλλει στη φυσιολογική λειτουργία των πεπτικών ενζύμων.