Ο ρόλος της Βιταμίνης Κ στην Οστεοπόρωση & την Καρδιαγγειακή Υγεία
Ο ρόλος της Βιταμίνης Κ
στην Οστεοπόρωση & την Καρδιαγγειακή Υγεία
Ο διπλός ρόλος της Βιταμίνης Κ2 στην “διασταυρούμενη οστική-αγγειακή, επικοινωνία”:
αντίθετες επιδράσεις στην οστική απώλεια και στην αγγειακή ασβεστοποίηση
Η οστεοπόρωση είναι η πιο κοινή ασθένεια των οστών που προσβάλλει ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες. Πρόκειται για μεταβολική σκελετική διαταραχή που προκαλείται από ανισορροπία μεταξύ του σχηματισμού του οστού και της απορρόφησης, που οδηγεί σε απώλεια της μάζας και της ποιότητας του οστού, επιδείνωση της σκελετικής δομής και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Η οστεοπόρωση ταξινομείται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή μορφή με ξεχωριστά αιτιολογικά υπόβαθρα.
Η αγγειακή ασβεστοποίηση, εμφανίζεται διαδεδομένα στη γήρανση και σε πρωτοπαθείς χρόνιες παθήσεις (υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης και χρόνια νεφρική νόσος), που αντιπροσωπεύουν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα. Προηγουμένως, η ασβεστοποίηση του τοιχώματος του αγγείου ήταν γνωστή ως παθητική, εκφυλιστική και ανεξέλεγκτη διαδικασία, που προκαλείται μόνο από την ανώμαλη εναπόθεση κρυστάλλων ασβεστίου στο αγγείο.
Σήμερα, ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων δείχνει ότι είναι ένα ενεργό, ρυθμιζόμενο γεγονός που μοιράζεται παρόμοια χαρακτηριστικά με το σχηματισμό και τον μεταβολισμό των οστών.
Πολλά ευρήματα υποδηλώνουν ότι, η οστική απώλεια στην οστεοπόρωση
μπορεί να προάγει και να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και αγγειακής αθηροσκλήρωσης.
Στην μελέτη του Framingham, Health Women's Across the Nation (SWAN),στην Multi-Ethnic Study of Atherosclerosis (MESA) και στην μελέτη του Rotterdam, η απώλεια οστικής πυκνότητας, συσχετίστηκε με την ανάπτυξη και την εξέλιξη της αορτικής ασβεστοποίησης καθώς και με υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις. Από την άλλη πλευρά, βρέθηκε επίσης μια άμεση συσχέτιση μεταξύ της αγγειακής ασβεστοποίησης και του κινδύνου κατάγματος των οστών.
Η μελέτη MINOS, για παράδειγμα, τόνισε ότι οι άνδρες με ασβεστοποίηση της αορτής παρουσίαζαν σημαντικό κίνδυνο κατάγματος των οστών. Αυτό βρέθηκε επίσης σε υγιείς γυναίκες, μετά την εμμηνόπαυση με ασβεστοποίηση της αορτής που σχετίζονταν με χαμηλότερη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο κατάγματος του μηριαίου οστού (2,3 φορές αύξηση).
Έχουν προταθεί διάφορες υποθέσεις για την καλύτερη εξήγηση της σχέσης μεταξύ του οστού και του αγγειακού συστήματος, που συνήθως αναφέρεται σαν «διασταυρούμενη, οστική-αγγειακή επικοινωνία».
Η απώλεια οστού και η αγγειακή ασβεστοποίηση μοιράζονται κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, την σωματική δραστηριότητα, το αλκοόλ, τον διαβήτη τύπου 2, την εμμηνόπαυση και την υπέρταση. Επιπλέον, και οι δύο χαρακτηρίζονται από χρόνια χαμηλού βαθμού φλεγμονή και οξειδωτικό στρες και από την εμπλοκή των μορφογενετικών πρωτεϊνών των οστών, της οστεοπροτεγερίνης και της παραθορμόνης, υποδηλώνοντας επίσης τους κοινούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναφερθεί ο ρόλος της βιταμίνης K2, μιας λιποδιαλυτής ένωσης, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της ομοιόστασης του ασβεστίου. Συγκεκριμένα, εμπλέκεται στο «παράδοξο του ασβεστίου», ένα φαινόμενο στο οποίο η χαμηλή εναπόθεση ασβεστίου στα οστά τείνει να σχετίζεται με παράλληλη αύξηση της εναπόθεσης ασβεστίου στο τοίχωμα του αγγείου σαν συνέπεια του κακού μεταβολισμού του ασβεστίου.
Τα στοιχεία που αναλύθηκαν και αναφέρθηκαν σε αυτήν την ανασκόπηση μπορεί να υποστηρίξουν την ιδέα ότι, η βιταμίνη K2 μπορεί να ασκήσει σχετικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας των οστών και των αγγείων.
Συγκεκριμένα, μέσω της ενεργοποίησης των μορφογενετικών πρωτεϊνών των οστών και της οστεοκαλσίνης,
η βιταμίνη K2 ρυθμίζει το «παράδοξο του ασβεστίου»
μειώνοντας την εναπόθεση ασβεστίου στο τοίχωμα του αγγείου και αυξάνοντάς το στον ιστό των οστών, αντίστοιχα.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την προώθηση της διαδικασίας μεταλλοποίησης των οστών
και την παράλληλη αναστολή της έκτοπης ασβεστοποίησης των αγγείων.
Όσον αφορά στις διαταραχές των οστών, η ικανότητά της να μειώνει την απώλεια οστικής μάζας και τον κίνδυνο κατάγματος, καθώς και να βελτιώνει την ποιότητα των οστών, έχουν περιγραφεί από διάφορες κλινικές μελέτες οι οποίες, επιπλέον, έχουν επιβεβαιώσει ότι η γ-καρβοξυλίωση της οστεοκαλσίνης είναι ο κύριος μηχανισμός δράσης μέσω του οποίου, αυτή η φυσική ένωση είναι ικανή να βελτιώνει την υγεία των οστών. Από την άλλη πλευρά, πολλά δεδομένα κλινικών στοιχείων υποδηλώνουν ένα ανάλογο προστατευτικό ρόλο της βιταμίνης K2 σε αγγειακό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, σε αγγειακό επίπεδο, η βιταμίνη K2 δρα σαν συμπαράγοντας για την GGCX, επιτρέποντας την ενεργοποίηση της GLA matrix πρωτεΐνης, μέσω της καρβοξυλίωσής της.
Με τη σειρά της, η ενεργή, καρβοξυλιωμένη μορφή της, μπορεί να αναστέλλει άμεσα τόσο την έκτοπη εναπόθεση του Ca2 + στο τοίχωμα του αγγείου, όσο και στα VSMC με την διαφοροποίηση των οστεοβλαστών αναστέλλοντας την έκφραση ΒΜΡ-2. Επιπλέον, η βιταμίνη K2 μπορεί να αναστέλλει την ασβεστοποίηση των VSMC, αποφεύγοντας την απόπτωσή τους μέσω της αντι-αποπτωτικής οδού Gas6 / AxL / Akt.
Αυτές οι ενδιαφέρουσες μοριακές επιδράσεις που ασκούνται από την βιταμίνη K2 υποστηρίζουν τα αποτελέσματα των προκλινικών και κλινικών μελετών που αναφέρονται εδώ, υπονοώντας ότι μπορεί να προωθήσει σημαντικά την υγεία των οστών και των αγγείων. Επομένως, η βιταμίνη K2 θα μπορούσε να συνιστάται σαν μία φυσική βιοδραστική ένωση που είναι δυνητικά ικανή να αποτρέψει ή/και να διαχειριστεί μεταβολικές παθήσεις των οστών και των αγγείων, όπως την οστεοπόρωση και την αγγειακή ασβεστοποίηση.