Μαγνήσιο & Υπομαγνησιαιμία - Έρευνα
Το μαγνήσιο είναι ένα σημαντικό μέταλλο για το ανθρώπινο σώμα, γιατί αποτελεί βασικό συμπαράγοντα για πάνω από 300 βιοχημικές αντιδράσεις, απαραίτητες για τη διατήρηση της ομοιόστασης.
Οι βιολογικές δράσεις του μαγνησίου είναι πολλές και ποικίλες, μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται η παραγωγή των νουκλεϊνικών οξέων, καθώς και η συμμετοχή του σε κάθε αντίδραση που τροφοδοτείται από την τριφωσφορική αδενοσίνη (ΑΤΡ), αλλά και στη διαμόρφωση οιασδήποτε δραστηριότητας που προκαλείται από τις ροές συγκέντρωσης του ενδοκυτταρικού ασβεστίου (π.χ. απελευθέρωση της ινσουλίνης, συστολή των μυών, κ.λ.π.).
Έχει αποδειχθεί ότι, το 68% των Αμερικανών, καθώς και ενα 72% των ενηλίκων Γάλλων δεν καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του σε μαγνήσιο και κατά συνέπεια τα ενδοκυτταρικά επίπεδα του μαγνησίου είναι χαμηλά.
Αυτή η ανεπαρκής πρόσληψη μαγνησίου έχει συνδεθεί με μια σειρά παθολογικών καταστάσεων, όπως είναι:
- η υπέρταση
- οι καρδιαγγειακές παθήσεις
- ο διαβήτης τύπου ΙΙ
Μαγνήσιο & Διαταραχές Διάθεσης
Πολλές είναι οι μελέτες που έχουν δείξει ότι, το μαγνήσιο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία των συναισθηματικών διαταραχών της διάθεσης. Μάλιστα, η έρευνα έχει διαπιστώσει τη σχέση μεταξύ της έλλειψης μαγνησίου και των συναισθηματικών καταθλιπτικών καταστάσεων.
Το μαγνήσιο είναι απαραίτητο για την άρτια δραστηριότητα των ψυχο-νευρο-ενδοενδοκρινικών συστημάτων, όλων των βιοχημικών μονοπατιών, αλλά και των μονοπατιών μεταγωγής που σχετίζονται άμεσα με την παθοφυσιολογία της κατάθλιψης.
Για παράδειγμα, όλα τα στοιχεία του άξονα-υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων είναι ευαίσθητα στη δράση του μαγνησίου
Το μαγνήσιο κατέδειξε ότι:
- μπορεί να καταστέλλει την καταστροφή του ιππόκαμπου, εξασθενώντας την απελευθέρωση
- παρουσιάζει θετική επίδραση στην επινεφριδιακή ευαισθησία από την αδρενοκορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH)
- μπορεί να επηρεάσει την πρόσβαση των κορτικοστεροειδών στον εγκέφαλο (σε επίπεδο εγκεφαλοαιματικού φραγμού) μέσω της δράσης του επί της ρ-γλυκοπρωτεΐνης
Η υπομαγνησιαιμία επαγόμενη από διάφορα πειράματα σε μοντέλα, οδήγησε σε καταθλιπτική συμπεριφορά. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, μειωμένα επίπεδα μαγνησίου σχετίζονται με την κατάθλιψη και στους ανθρώπους. Τα χαμηλά επίπεδα μαγνησίου (τόσο του ορού, όσο και του εγκεφαλονωτιαίου υγρού) έχουν επίσης συνδεθεί με την καταθλιπτική συμπτωματολογία και τις αυτοκτονικές τάσεις.
Η σχέση μεταξύ των επιπέδων μαγνησίου και των συναισθηματικών καταστάσεων υποστηρίζεται από την απόδειξη της αποτελεσματικότητας του, μετα από συμπλήρωση μαγνησίου, σε θεραπείες για την κατάθλιψη.
Η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου έχει θετική επίδραση στη διαταραχή διάθεσής που σχετίζεται με την κατάθλιψη και ως εκ τούτου καθίσταται αποτελεσματική ως συμπληρωματική θεραπεία της νόσου.
Συγκεκριμένα όταν η εξωγενής λήψη μαγνησίου είναι της τάξεως των 400 mg ημερησίως, για τουλάχιστον 12 εβδομάδες, έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και παρόμοια με την δράση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών, σε καταθλιπτικούς ηλικιωμένους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ .
Περαιτέρω στοιχεία από μελέτες υποδεικνύουν ότι το μαγνήσιο είναι μια αποτελεσματική συμπληρωματική θεραπεία για τη θεραπεία της μείζονος κατάθλιψης.
Οι θετικές επιδράσεις από τη συμπλήρωση μαγνησίου, έχουν επίσης αναφερθεί σε πρόσθετες κλινικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματεύονται τη βελτίωση των κλινικών συμπτωμάτων της μανίας (στους γρήγορους κύκλους της διπολικής διαταραχής), καθώς και την ανακούφιση των συναισθηματικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.
Η κατάθλιψη είναι συχνά συνυφασμένη με το άγχος
Οι συνθήκες που σχετίζονται με το άγχος, κατέχουν ένα ποσοστό υψηλότερο του 25% και αποτελούν τις πιο κοινές συναισθηματικές διαταραχές, οι οποίες επικρατούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του γενικού πληθυσμού.
Η αγχολυτική δυναμική του μαγνησίου έχει καταδειχθεί εργαστηριακά και σε μοντέλα και σε ανθρώπους. Η κατάσταση των επιπέδων του μαγνησίου και η σχέση τους με το άγχος, είναι εμφανής στους ανθρώπους. Η έκθεση σε αγχώδεις συνθήκες οδηγεί σε αυξημένη απέκκριση μαγνησίου (από τα ούρα), με αποτέλεσμα τη μερική μείωση των επιπέδων του. Αυτό συμβαίνει επειδή το μαγνήσιο ρυθμίζει τη δραστηριότητα του άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων, η οποία αποτελεί το κεντρικό υπόστρωμα του συστήματος απόκρισης στο στρες.
Η ενεργοποίηση του άξονα αυτού υποκινεί προσαρμοστικά αυτόνομες, νευροενδοκρινείς και συμπεριφορικές αντιδράσεις, με σκοπό να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του οργανισμού απέναντι στους στρεσογόνους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου άγχους.
Η συμπλήρωση του μαγνησίου έχει επίσης αποδειχθεί ότι, εξασθενεί τη δραστηριότητα του άξονα, μειώνοντας την ενδοκρινικής ανταπόκρισης της κεντρικής αδρενοκορτικοτρόπου ορμόνης (ACTH) και της περιφερικής κορτιζόλης. Επομένως, τα επαρκή επίπεδα μαγνησίου μπορούν να επηρεάσουν θετικά την απόκριση του οργανισμού σε καταστάσεις άγχους και στρες.
Έχουν περιγραφεί διάφοροι πιθανοί μηχανισμοί-μονοπάτια, που μπορεί να αντιπροσωπεύουν τη σχέση μεταξύ του μαγνησίου και του άγχους. Το γλουταμινικό οξύ είναι ένας βασικός διεγερτικός νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο των θηλαστικών.
Το γλουταμινικό οξύ ενεργεί σε ιοντοτροπικούς υποδοχείς συζευγμένους με Ν-μεθυλο-ντι-ασπαρτικό(NMDA) σε κανάλια Ca2+ οι οποίοι εμπλέκονται σε διαταραχές όπως είναι το άγχος και ο πανικός. Το μαγνήσιο μειώνει την νευρωνική υπερευρεθιστότητα, επειδή αναστέλλει τη δραστηριότητα του υποδοχέα NMDA.
Είναι επίσης απαραίτητο για τη δραστηριότητα των συζευγμένων πρωτεϊνών υποδοχέων mGluRs-G που εκφράζονται ευρέως στον εγκέφαλο. Οι υποδοχείς mGluRs διαδραματίζουν το βασικό «ρυθμιστικό» ρόλο στη γλουταμινεργική δραστηριότητα, την έκκριση και την προσυναπτική απελευθέρωση του γλουταμινικού, τη δραστικότητα του ενεργού συστήματος GABA (γ-αμινοβουτυρικού οξέος) και τη ρύθμιση του νευροενδοκρινικού συστήματος. Η δράση του γλουταμινικού επί των υποδοχέων mGluRs έχει εμπλακεί σε αποκρίσεις φόβου, άγχους και πανικού.
Επιπρόσθετα, το μαγνήσιο μπορεί να ρυθμίζει επιπλέον το άγχος, αυξάνοντας τη διαθεσιμότητα στους GABA-εργικούς νευρώνες και μειώνοντας την απελευθέρωση της προσυναπτικής γλουταμίνης. Το GABA είναι ένας βασικός ανασταλτικός διαβιβαστής του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) που αντισταθμίζει την διεγερτική δράση του γλουταμινικού.
Μια ανισορροπία μεταξύ του GABA και του γλουταμινικού οξέος, μπορεί να σχετίζεται με νευρωνική υπερευρεθιστότητα. Μια κατάσταση που χαρακτηρίζει την παθολογική γένεση του άγχους.
Η απόδειξη της συσχέτισης μεταξύ του μαγνησίου και του άγχους έχει αυξήσει το ενδιαφέρον για την πιθανή αποτελεσματικότητα από την εξωγενή συμπλήρωση μαγνησίου, με σκοπό την εξασθένηση των συμπτωμάτων του άγχους.
Στον αντίποδα, οι υπερβολικές φαρμακευτικές αγχολυτικές θεραπείες για το κλινικό άγχος (π.χ. βενζοδιαζεπίνες) χαρακτηρίζονται συχνά από πολλαπλές αρνητικές παρενέργειες, σε πολλούς ασθενείς.
Βιβλιογραφία
1. Nutrients. 2017 May; 9(5): 429. Published online 2017 Apr 26. doi: 10.3390/nu9050429 PMCID: PMC5452159 - PMID: 28445426 The Effects of Magnesium Supplementation on Subjective Anxiety and Stress—A Systematic Review Neil Bernard Boyle,* Clare Lawton, and Louise Dye
2. World Psychiatry. 2003 Oct; 2(3): 136–146. PMCID: PMC1525098 - PMID: 16946919 The underlying neurobiology of bipolar disorder HUSSEINI K MANJI,1 JORGE A QUIROZ,1 JENNIFER L PAYNE,1 JASKARAN SINGH,1 BARBARA P LOPES,1 JENILEE S VIEGAS,1 and CARLOS A ZARATE1
3. Neuropsychiatr Dis Treat. 2013; 9: 639–658. Published online 2013 May 14. doi: 10.2147/NDT.S43419 PMCID: PMC3660126 - PMID: 23700366 Mood disorders and complementary and alternative medicine: a literature review Naseem Akhtar Qureshi1 and Abdullah Mohammed Al-Bedah2