Αναφορά στις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος
Τα φυτά ως βάση για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος ανήκουν στην κατηγορία των πιο συχνών λοιμώξεων στον άνθρωπο (Tabiban et al., 2008). Αναφέρονται στην παρουσία κλινικών συμπτωμάτων που προέρχονται από την ουροποιητική οδό, ενώ σχετίζονται με την παρουσία ενός ή περισσοτέρων μικροοργανισμών.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος συνήθως εντοπίζονται στην ουροδόχο κύστη και στα νεφρά και αναφέρονται ως λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού οι οποίες εμπλέκουν την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα. Τα συμπτώματα αυτών των λοιμώξεων περιλαμβάνουν κυρίως επώδυνη ούρηση και συχνοουρία ή αίσθημα ούρησης (πολλές φορές και τα τρία μαζί). Ενώ, εάν πρόκειται για πυελονεφρίτιδα, τότε πέρα από τα προαναφερόμενα συμπτώματα, περιλαμβάνεται πυρετός και πόνος στα πλευρά.
Το Escherichia Coli (Εσερίχια Κόλι) είναι το κυρίαρχο ουροπαθογόνο μικρόβιο, υπεύθυνο για περίπου το 80% όλων των περιπτώσεων. Ακολουθούν τα είδη των Staphylococcus (Σταφυλόκοκκος), Klebsiella (Κλεψιέλα), Enterobacter (Εντεροβακτήριο), Proteus (Πρωτέας) και Enterococci (Εντερόκοκκος).
Ταξινόμηση των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις για τη θεραπεία και τη διαχείριση των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Ωστόσο, η ακριβής ταξινόμηση των περιπτώσεων είναι το κυριότερο και πιο κρίσιμο βήμα στην κλινική διαχείριση των λοιμώξεων αυτών.
Γενικά, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος μπορεί να διακριθούν κυρίως μεταξύ των δύο ανατομικών θέσεων της λοίμωξης, δηλαδή των ανώτερων και κατώτερων λοιμώξεων του συστήματος.Στην πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων, η λοίμωξη συνδέεται με το κάτω μέρος της ουροποιητικής οδού (Najar et al., 2009).
Ειδικότερα, μια λοίμωξη μπορεί επίσης να ταξινομηθεί ως περίπλοκη ή απλή, με βάση το επίπεδο συμμετοχής των ιστών.
- Οι απλές λοιμώξεις περιβάλλουν ένα επεισόδιο κυστεο-ουρηθρίτιδας, που σχετίζεται με τον βακτηριακό αποικισμό του βλεννογόνου του ουρητήρα και της ουροδόχου κύστης.
- Οι περίπλοκες λοιμώξεις περιλαμβάνουν, πυελονεφρίτιδα ή υπέρταση και συχνά εμφανίζονται ως αποτέλεσμα παρεμπόδισης ή μετεγκατάστασης στην ουροποιητική οδό (Huland and Busch, 1984, Najar et al., 2009).
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος μπορούν επίσης να ταξινομηθούν ως υποτροπιάζουσες μολύνσεις, επαναμόλυνσεις ή υποτροπές (Najar et al., 2009).
Επαναμόλυνση, είναι η επαναλαμβανόμενη μόλυνση λόγω ενός διαφορετικού μικροοργανισμού, που είναι συνήθως ευαίσθητος στο φάρμακο.
Ενώ, η υποτροπή είναι η επιστροφή της μόλυνσης λόγω του ίδιου μικροοργανισμού που είναι ανθεκτικός στα φάρμακα. Μια υποτροπή υποδηλώνει την αδυναμία εξάλειψης της λοίμωξης (Cattell, 1973).
Πρόληψη και Αντιμετώπιση
Παραδοσιακά, η ίαση έγκειται στην αντιμικροβιακή θεραπεία, η οποία θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί σε ένα σχήμα κατάλληλο για την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Συχνά χορηγείται προσωρινά ως προφύλαξη, για τη μείωση του κινδύνου των λοιμώξεων του ουροποιητικού, είτε ως θεραπευτική προσέγγιση.
Η αρχική θεραπεία βασίζεται στη γνώση των κυρίαρχων παθογόνων και στην αντιμικροβιακή ευαισθησία τους (Perez-Lopez et al., 2009).
Εκτός από τη θεραπευτική προσέγγιση, η προληπτική θεραπεία με αντιβιοτικά χορηγείται επίσης σε ευαίσθητους πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων, των παιδιών και των γυναικών με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού. Ωστόσο, ένα σημαντικό μειονέκτημα στη χρήση των αντιβιοτικών είναι η πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής στα αντιβιοτικά μεταξύ ουροπαθογόνο (Head et al., 2008).
Ιστορικά δεδομένα για την θεραπευτική προσέγγιση των ουρολοιμώξεων
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού υπήρξαν μια κοινή ασθένεια στους ανθρώπους, πολύ πριν αναγνωριστούν τα βακτηρίδια ως αιτιολογικοί παράγοντες. Η αρχική θεραπεία για τις ουρολοιμώξεις ήταν κατά κύριο λόγο η χρήση των φυτικών θεραπειών, για τη βελτίωση των ουροποιητικών συμπτωμάτων.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα που παρέχονται λεπτομερείς περιγραφές των ουρολοιμώξεων, η θεραπεία τους δείχνει να περιλάμβανε νοσηλεία, ξεκούραση στο κρεβάτι, προσοχή στη διατροφή, τα πλαστικά, τα ναρκωτικά, τα φυτικά κλύσματα, ενώ συνίσταντο πλύσεις και χειρουργική επέμβαση για τις πέτρες ή το απόστημα και την κατακράτηση.
Ωστόσο, με την έλευση της σύγχρονης ιατρικής, εφαρμόστηκε η χρήση επιλεκτικών αντιβακτηριακών παραγόντων και αντιβιοτικών για τη θεραπεία των λοιμώξεων του ουροποιητικού. Αν και η αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών ελέγχθηκε στην κλινική πρακτική, η συνεχιζόμενη χρήση οδήγησε στην εμφάνιση ανθεκτικών στα αντιβιοτικά ουροπαθογόνων μικροβίων.
Τα δεδομένα αυτά διέγειραν το ενδιαφέρον για την εφαρμογή εναλλακτικών, μη αντιβιοτικών προσεγγίσεων, που θα βοηθήσουν στην πρόληψη, αλλά και στον έλεγχο των λοιμώξεων του ουροποιητικού. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις περιλαμβάνουν τη χρήση φυτικών αντιμικροβιακών παραγόντων, προβιοτικών και ουσιών που στοχεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες στα ουροπαθογόνα.
Φυτικές ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού
Ιστορικά, τα φυτά έχουν χρησιμεύσει ως βάση για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων, συμβάλλοντας έτσι στην υγεία και την ευεξία του ανθρώπινου οργανισμού. Μια ποικιλία πολυφαινολών, προερχόμενων από φυτά, χρησιμεύουν ως ενεργά συστατικά σε διάφορα φυτικά και παραδοσιακά φάρμακα (Wollenweber, 1988).
Έχουν ταυτοποιηθεί πάνω από 5.000 φυτικές πολυφαινόλες και αρκετές από αυτές παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα βιολογικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αντιφλεγμονωδών και αντιμικροβιακών ιδιοτήτων (Beretz, 1978).
Επειδή πολλά αντιμικροβιακά φυτά περιέχουν διαφορετικές λειτουργικές ομάδες στη δομή τους, η αντιμικροβιακή δράση τους αποδίδεται σε πολλαπλούς μηχανισμούς. Επομένως, σε αντίθεση με τα αντιβιοτικά, η πιθανότητα εμφάνισης ανθεκτικότητας στα αντιμικροβιακά φυτά είναι σχετικά μικρότερη.
Οι ευεργετικές ιδιότητες του Cranberry για την υγεία του οργανισμού
Κλινικές και επιδημιολογικές μελέτες υποστηρίζουν ότι η χρήση του Cranberry συμβάλλει στη διατήρηση ενός υγιούς ουροποιητικού συστήματος (Perez-Lopez, 2009).
Η πρώτη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή που αποδεικνύει ότι η χρήση του Cranberry συνιστάται για τη μείωση των βακτηρίων στα ούρα, διεξήχθη από τον Avorn το 1994. Μετά από αυτή την αρχική μελέτη, πραγματοποιήθηκαν αρκετές άλλες έρευνες που κατέδειξαν την αντιμικροβιακή ιδιότητα του Cranberry κατά των ουροπαθογόνων. Παρόλο που αρκετές μελέτες έχουν δοκιμάσει την αντιμικροβιακή δράση του Cranberry έναντι πολλαπλών ουροπαθογόνων, βρέθηκε ότι είναι το Cranberry είναι πιο αποτελεσματικό έναντι του ουροπαθογόνου Ε. Coli / Escherichia Coli (Εσερίχια Κόλι).
Σε μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον Bohbot το 2007, έγινε σύγκριση μεταξύ της χρήσης των προανθοκυανιδινών (PAC) και των συνολικών συστατικών του Cranberry. Τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι, άλλα συστατικά εκτός από το PAC συμβάλλουν επίσης στην προληπτική επίδραση του Cranberry στις λοιμώξεις του ουροποιητικού.
- Τα cranberries περιέχουν τρία διαφορετικά φλαβονοειδή (φλαβονόλες, ανθοκυανίνες και PAC), κατεχίνες, υδροξυκινναμικά και άλλα φαινολικά οξέα και τριτερπενοειδή. Οι ανθοκυανίνες απορροφώνται στο κυκλοφορικό σύστημα και μεταφέρονται χωρίς οποιαδήποτε χημική αλλαγή στα ούρα (Perez-Lopez et al., 2009).
- Τα cranberries ασκούν αντί-συγκολλητικά αποτελέσματα σε ορισμένα ουροπαθογόνα (Ohnishi et al., 2006), όμως αυτό το αποτέλεσμα ισχύει για ορισμένα από τα συστατικά του Cranberry (Ofek et al., 1991).
Τα προϊόντα των cranberries δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη των βακτηρίων, αλλά αναστέλλουν τη βακτηριακή προσκόλληση στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα, μειώνοντας έτσι την ανάπτυξη των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Οι ευεργετικές ιδιότητες του Uva-Ursi για την υγεία του οργανισμού
Το εκχύλισμα Actostaphylos Uva-Ursi χρησιμοποιείται συνήθως για την αντιμικροβιακή ιδιότητά του, στον έλεγχο των λοιμώξεων του ουροποιητικού (Head, 2008). Το ενεργό αντιμικροβιακό συστατικό στο Arctostaphylos Uva-Ursi είναι μια υδροκινόνη αγλυκόνης, η οποία απελευθερώνεται σε αλκαλικά ούρα.
Μια μελέτη που διεξήχθη από τους Schindler et al το 2002, σε ανθρώπους που κατανάλωναν ένα εκχύλισμα ξηρού φύλλου από Uva-Ursi, έδειξε ένα σημαντικό ποσοστό του εκχυλίσματος στα ούρα και έτσι του αποδόθηκε το αντιμικροβιακό του αποτέλεσμα. Μια ακόμη κλινική μελέτη για τη διερεύνηση της επίδρασης του Uva-Ursi στον έλεγχο των λοιμώξεων του ουροποιητικού διεξήχθη από τους Larsson et al (1993). Η μελέτη αυτή αφορούσε γυναίκες με χρόνιες λοιμώξεις του ουροποιητικού, όπου στις μισές χορήγησαν εκχύλισμα Uva-Ursi, ενώ στις υπόλοιπες ένα εικονικό φάρμακο, για μια περίοδο του ενός μηνός. Στη συνέχεια υπήρχε παρακολούθηση για ένα χρόνο. Μία στατιστικά σημαντική μείωση της επίπτωσης των λοιμώξεων του ουροποιητικού, παρατηρήθηκε στην ομάδα θεραπείας, σε σύγκριση με αυτή της ομάδας του εικονικού φαρμάκου, αποδεικνύοντας έτσι την αποτελεσματικότητά του ως αντιμικροβιακό φάρμακο έναντι των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Η αντιμικροβιακή δράση του Uva-Ursi αποδόθηκε στην ικανότητά του να αλλάζει τα χαρακτηριστικά της μικροβιακής κυτταρικής επιφάνειας.
- Υποστηρίζοντας αυτό, μια μελέτη το 1997 έδειξε ότι η ανάπτυξη κλινικών απομονώσεων Ε. Coli, παρουσία εκχυλισμάτων Uva-Ursi αυξάνει την υδροφοβικότητα της μικροβιακής κυτταρικής επιφάνειας, μειώνοντας έτσι την ικανότητά τους να προσκολλώνται στα κύτταρα ξενιστές.
- Επιπρόσθετα, το Uva-Ursi έχει διουρητικά και αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα, που βοηθούν έμμεσα στη χρήση του ως αντιμικροβιακού για τον έλεγχο των λοιμώξεων του ουροποιητικού (Beaux et al., 1999, Kubo et al., 1990).
Νέες προσεγγίσεις για την συνολική υγεία του ουροποιογεννητικού συστήματος.
Οι λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος είναι κοινά περιστατικά ιδιαίτερα σε νεαρές γυναίκες, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Η συμβατική χρήση των αντιβιοτικών στην πρόληψη και τη θεραπεία οξείας και χρόνιας επαναλαμβανόμενης μολύνσεως, συμβάλλει στην εντερική δυσβίωση και στην βακτηριακή αντοχή στα αντιβιοτικά.
Σε μια προσπάθεια ελέγχου των αυξανόμενων τάσεων στις μολύνσεις με ανθεκτικά στα αντιβιοτικά ουροπαθογόνα, υπάρχει ένα αναμενόμενο ενδιαφέρον για τη χρήση στρατηγικών παρέμβασης που δεν βασίζονται σε αντιβιοτικά κατά των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει τη χρήση φυσικών ουσιών στην πρόληψη και τη θεραπεία των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Τα θρεπτικά συστατικά και τα φυτικά εκχυλίσματα, όπως το κρανμπερι, η βερβερίνη, η κινναμαλδεΰδη και τα προβιοτικά έδειξαν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ενώ η περαιτέρω κλινική έρευνα αξιολόγησε το αντιμικροβιακό δυναμικό αυτών των φυσικών ουσιών, ο μηχανισμός δράσης τους και η κλινική εμπειρία των επαγγελματιών υγείας είναι σημαντικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους (Head, 2008).
Η χρήση αυτών των εναλλακτικών μεθόδων στον έλεγχο των λοιμώξεων του ουροποιητικού θα βοηθούσε στην αποφυγή της δυσβίωσης και της αντοχής των μικροβιακών φαρμάκων που προκαλείται από την επαναλαμβανόμενη χρήση αντιβιοτικών.